- συμμισακάτορας
- συμμισάτορας ο испольщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμμισακάτορας — και συμμισάτορας και συμμεσιακάτορας, ο, Ν κολήγος, επίμορτος καλλιεργητής, μισακάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μισακός / μεσιακός /μισός] … Dictionary of Greek
συμμεσιακάτορας — ο, Ν βλ. συμμισακάτορας … Dictionary of Greek
συμμισάτορας — ο, Ν βλ. συμμισακάτορας … Dictionary of Greek